- βουλήσεων
- βουλήσεω̆ν , βούλησιςwillingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… … Dictionary of Greek
αμφιθυμία — η (Ψυχολ.) η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι * + θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»] … Dictionary of Greek